- φυλάσσω
- ΝΜΑ, και φυλάγω και φυλάω και διαλ. τ. φλά(γ)ω Ν, και αττ. τ. φυλαττω Α [φύλαξ, -ακος]1. φρουρώ (α. «τόν φύλαγαν πέντε σωματοφύλακες» β. «αὕτη φραγμὸς ἡ ἀρετὴ... ἀσύλητα φυλάττουσα τῆς ψυχῆς τὰ κειμήλια», Νείλ.γ. «πρὸς γὰρ τῇ ἐπάλξει τὴν ἡμέραν κατὰ διαδοχὴν οἱ Ἀθηναῑοι φυλάσσοντες, τὴν δὲ νύκτα καὶ ξύμπαντες», Θουκ.δ. «ἀνίη καὶ τὸ φυλάσσειν πάννυχον ἐγρήσσοντα», Αισχύλ.)2. προστατεύω, υπερασπίζω (α. «ο Θεός να σέ φυλάει» β. «πέμψει δὲ τοι οὖρον ὄπισθεν ἀθανάτων ὅς τις σε φυλάσσει τε ῥύεταί τε», Ομ. Οδ.)3. επιβλέπω, επιτηρώ, προσέχω (α. «προβατάκια φύλαγα» β. «βώτορας ἄνδρας... φυλάσσοντας περὶ μῆλα», Ομ. Ιλ.)4. ενεδρεύω, παραφυλάω, παραμονεύω (α. «τόν φύλαξε την ώρα που περνούσε το γεφύρι...» β. «αὐτὸν ἰόντα λοχήσομαι ἠδὲ φυλάξω ἐν πορθμῷ Ἰθάκης», Ομ. Οδ.)5. (σχετικά με καταστάσεις ή περιστάσεις) αναμένω, περιμένω να φανεί (α. «φύλαξε την ώρα για να μέ εκδικηθεί» β. «φυλάξας τὴν κυρίην τῶν ἡμερέων ἐμηχανᾶτο τοιάδε», Ηρόδ.)6. διατηρώ, διαφυλάσσω (α. «φύλαξε τις αρχές της και τις παραδόσεις ώς το τέλος» β. «τὴν διαλυθεῑσαν θανάτῳ συζυγίαν ἄχραντον φυλάττουσα», Κλήμ. Αλ.γ. «εὐσεβεῑ γνώμᾳ φυλάσσοντες μακάρων τελετάς», Πίνδ.)7. τηρώ, σέβομαι, μένω πιστός (α. «δεν φύλαξε τον όρκο του ούτε τη συμφωνία μας» β. «φυλάξαι νόμους τε καὶ ἐπιτηδεύματα πόλεων», Πλάτ.γ. «ὑμεῑς μάρτυροι ἔστε, φυλάσσετε δ' ὅρκια πιστά», Ομ. Ιλ.)8. διατηρώ κάτι σε ορισμένη κατάσταση (α. «σού φύλαξα το φαγητό ζεστό» β. «ἀκύμαντον φυλάττειν τὸ πέλαγος», Λουκιαν.)9. κρατώ στην άκρη, συντηρώ (α. «φύλαξε μου δύο μερίδες» β. «εἰ μὴ φυλάξεις μίκρ', ἀπολεῑς τὰ μείζονα», Μέν.)10. (μεσοπαθ.) φυλάγομαι και φυλάσσομαι και φυλάττομαιπροφυλάσσομαι, προσέχω (α. «να φυλάγεσαι από τις κακοτοπιές» β. «ταῡτα δὴ ὧν φυλασσόμενος ὁ Ἀστυάγης», Ηρόδ.)νεοελλ.1. διατηρώ κάτι σε καλή κατάσταση («τά φυλάγει τα βιβλία του»)2. (η προστ. εν. αορ.) φυλάξου!πρόσεχε, προσοχή, έχε τον νου σου3. μέσ. παίρνω αντισυλληπτικά μέτρα, αποφεύγω τη σύλληψη κατά τη συνουσία4. παροιμ. φρ. α) «όποιος φυλάει, φυλάει γι' άλλονε» — ο φιλάργυρος υποβάλλεται σε στερήσεις και τελικά οι κληρονόμοι του θα βγουν κερδισμένοιβ) «όποιος φυλάει τα ρούχα του, έχει τα μισά» — όποιος παίρνει προφυλάξεις, δεν κινδυνεύει να τά χάσει όλαμσν.-αρχ.1. παραδέχομαι, αποδέχομαι («τὴν περὶ τῶν μεγίστων ὁμολογίαν ἡμεῑς μὲν φυλάττομεν οἱ δὲ παραβαίνουσι», Κλήμ. Αλ.)2. μελετώ, παρατηρώ («μάγους φυλάττοντας τὰ μετέωρα τῶν νεφῶν», Κλήμ. Αλ.)αρχ.1. παραμένω, κάθομαι σε ένα σημείο («τόδε δῶμα φυλάσσοις, ἀθάνατός τ' εἴης», Ομ. Οδ.)2. διατηρώ στη μνήμη μου, κρατώ στον νού μου («ταῡτα φυλασσόμενοι, βασιλῆες, ἰθύνετε δίκας», Ησίοδ.)3. είμαι επιφυλακτικός, δεν αποφασίζω («φυλάξομαι, πρὶν ἄν γ' ἴδω τὸ πλῆθος ὅ, τι βούλεται», Αριστοφ.)4. (η μτχ. μεσ. παρακμ.) πεφυλαγμένος, -η, -ονεπιφυλακτικός, φρόνιμος.
Dictionary of Greek. 2013.